ζαβλακώνομαι

ζαβλακώνομαι
ζαβλακώνομαι, ζαβλακώθηκα, ζαβλακωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαβλακώνω — 1. δαμάζω, καταβάλλω 2. ζαλίζω, κάνω κάποιον διανοητικά ή σωματικά άτονο («τόν ζαβλάκωσε η αρρώστια») 3. παθ. ζαβλακώνομαι ζαλίζομαι, καταβάλλομαι από αρρώστια ή άλλη αιτία 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ζαβλακωμένος, η, ο ζαλισμένος, αποβλακωμένος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”